Ο κόσμος του επαγγελματικού αθλητισμού έχει χάσει προ πολλού το ανθρώπινο πρόσωπό του. Στο ΝΒΑ, ειδικότερα, παρά το θέαμα, οι παίκτες σπάνια χτίζουν μια καριέρα σε μία ομάδα. Το πρωτάθλημα έχει μετατραπεί σε ένα διαρκές παζάρι, όπου οι αθλητές γίνονται πιόνια σε έναν οικονομικό χορό εκατομμυρίων, με το συναίσθημα να δίνει τη θέση του στους αριθμούς και οι ιστορίες πίστης και αφοσίωσης μοιάζουν όλο και πιο σπάνιες. Δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο που παρατηρείται, αλλά μια πραγματικότητα που διαμορφώνει το ίδιο το παιχνίδι.

Κάποτε, το να αλλάξει ομάδα ένας παίκτης ήταν μια διαδικασία που έπαιρνε καιρό. Οι ομάδες ήξεραν τι έχτιζαν, οι φίλαθλοι δένονταν με τους παίκτες και το να κρεμάσει κάποιος τη φανέλα του σε έναν σύλλογο ήταν τιμή, όχι εξαίρεση.
Οι ανταλλαγές πλέον, δεν είναι απλά ένα στοιχείο για τη βελτίωση του παιχνιδιού μιας ομάδας, έχουν γίνει ένα βιβλίο ισολογισμού, που δεν υπολογίζει καν τον παίκτη. Η συχνότητα με την οποία οι ομάδες αλλάζουν τα ρόστερ τους έχει μετατρέψει το ΝΒΑ σε ένα τεράστιο χρηματιστήριο παικτών, οι φίλαθλοι επενδύουν συναισθηματικά σε έναν παίκτη, μόνο και μόνο για να τον δουν να φεύγει λίγους μήνες αργότερα, ενώ οι ομάδες σπάνια δείχνουν αφοσίωση στους αθλητές τους πέρα από το να ισορροπήσει το salary cap της ομάδας. Πλέον, ακόμα και οι σούπερ σταρ αντιμετωπίζονται ως assets που άγονται και φέρονται ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού, ενώ οι παίκτες-σύμβολα που κάποτε καθόριζαν την ταυτότητα μιας ομάδας μάλλον έχουν εξαφανιστεί.
Η ανταλλαγή του Λούκα Ντόντσιτς και το σοκ στο NBA
Αν υπήρχε ένας παίκτης που οι οπαδοί των Ντάλας Μάβερικς πίστευαν ότι θα γινόταν η σημαία τους, που θα τους έκανε να ξεχάσουν την απόσυρση του Ντιρκ Νοβίτσκι, που τους ξαναπήγε σε τελικούς, αυτός ήταν ο Λούκα Ντόντσιτς. Ο μικρός θαυματοποιός από τη Σλοβενία τους έδωσε ελπίδα για ένα καινούριο ξεκίνημα και είχε εκφράσει την επιθυμία του να παραμείνει στο Ντάλας καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του, ενώ οι οπαδοί των Μάβερικς άρχισαν να τον θεωρούσαν ως τον ηγέτη που θα τους οδηγούσε σε νέες επιτυχίες. Και ξαφνικά, ένα trade που κανείς δεν περίμενε. Και όταν λέμε κανείς, το εννοούμε: ούτε οι οπαδοί, ούτε οι συμπαίκτες του. Ούτε καν ο ίδιος.
Ο Καϊρί Ίρβινγκ, που είχε αναπτύξει μια δυνατή σχέση με τον Ντόντσιτς, δήλωσε πως είναι «σε περίοδο πένθους». Οι υπόλοιποι παίκτες των Μάβερικς έμαθαν την είδηση, όπως πολλοί άλλοι, από τα media, με τις αντιδράσεις στα social media να είναι θυελλώδεις, με αρκετούς να εκφράζουν την οργή τους για τον τρόπο που ο οργανισμός του Ντάλας χειρίστηκε την κατάσταση. Και γιατί να γίνει αυτό το trade; Δίνονται διάφορες εξηγήσεις. Μια από λέει ότι οι Μάβερικς θεώρησαν πως ο Άντονι Ντέιβις, με όλη του την εμπειρία και τη δυναμική στην άμυνα, θα τους έδινε καλύτερες πιθανότητες να χτίσουν ένα άμεσα ανταγωνιστικό σύνολο. Άλλες μιλούν για ανησυχίες σχετικά με τη φυσική κατάσταση του Ντόντσιτς, τη διαχείριση του βάρους του και τις φήμες για έναν λιγότερο επαγγελματικό τρόπο ζωής εκτός παρκέ. Η πιο απλή, και ψυχρή, λέει πως το super max συμβόλαιο που πλησίαζε ο Luka Magic έμοιαζε βαρύ και ασήκωτο για τη διοίκηση της ομάδας…
Όποια κι αν είναι η αλήθεια, το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρο: το Ντάλας έχασε το πρόσωπο του οργανισμού του και ο Ντόντσιτς ετοιμάζεται φόρεσε τη φανέλα των Λέικερς. Στο τέλος της ημέρας, το μπάσκετ στο ΝΒΑ δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα business deal και οι παίκτες, όσο μεγάλοι κι αν είναι, δεν είναι τίποτα άλλο από assets που αλλάζουν χέρια.
Στο σύγχρονο ΝΒΑ, οι παίκτες είναι σαν μετοχές: ανεβαίνουν, πέφτουν, αλλάζουν χέρια. Η φράση «κανείς δεν είναι κανενός» είναι πια κανόνας.
Η ανταλλαγή αυτή δεν ήταν απλώς μια επιχειρηματική κίνηση, ήταν μια υπενθύμιση πως στο ΝΒΑ, η σταθερότητα είναι μια ψευδαίσθηση, αφού ούτε ο Ντόντσιτς, ούτε οι συμπαίκτες του γνώριζαν πως η διοίκηση ετοίμαζε μια τόσο δραστική αλλαγή. Το trade έγινε εν αγνοία των παικτών, υπογραμμίζοντας για άλλη μια φορά πως κανείς δεν είναι πραγματικά ασφαλής, ανεξαρτήτως ταλέντου ή συνεισφοράς. Και το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: αν ο Ντόντσιτς, ένας από τους κορυφαίους παίκτες της λίγκας, μπορεί να μετακινηθεί έτσι ξαφνικά, τότε ποιος μπορεί να νιώθει σίγουρος; Οι ομάδες λειτουργούν με ψυχρούς υπολογισμούς, με τις αποφάσεις να λαμβάνονται πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς να λογαριάζουν το συναίσθημα των αθλητών ή των οπαδών. Ένα trade σαν αυτό δεν σημαίνει απλώς αλλαγή συνόλου, αλλά πλήρη ανατροπή της ζωής ενός παίκτη μέσα σε λίγες ώρες. Και το πιο ειρωνικό; Οι ομάδες απαιτούν πίστη και αφοσίωση από τους παίκτες, όταν οι ίδιες δεν δείχνουν κανένα αντίστοιχο σεβασμό.
Αν υπάρχει ακόμα συναίσθημα στο μπάσκετ, τότε σίγουρα κατοικεί στην Ευρώπη
Στην Ευρώπη, το μπάσκετ εξακολουθεί να διατηρεί έναν πιο ρομαντικό χαρακτήρα, όπου η έννοια του “δεσίματος” παίκτη-ομάδας παίζει καθοριστικό ρόλο, οι παίκτες δεν είναι απλά εργαλεία ενός οικονομικού σχεδίου, αλλά γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας των συλλόγων τους. Αυτό φαίνεται έντονα στον Παναθηναϊκό, όπου η αφοσίωση παικτών όπως ο Δημήτρης Διαμαντίδης και ο Φραγκίσκος Αλβέρτης έχει διαμορφώσει μια ολόκληρη γενιά και την κουλτούρα της.
Πιο πρόσφατα, παραδείγματα όπως ο Χουάντσο Ερνανγκόμεθ και ο Κέντρικ Ναν δείχνουν πως ακόμα και ξένοι παίκτες μπορούν να νιώσουν μέρος μιας ομάδας, να ενσωματωθούν και να αγαπήσουν τον σύλλογο που τους εμπιστεύτηκε. Και κυρίως να ταυτιστούν μαζί τους οι φίλαθλοι. Ο Παναθηναϊκός δεν είναι απλώς μια ομάδα μπάσκετ, είναι μια οικογένεια. Και τίποτα δεν το αποδεικνύει περισσότερο από την απόφαση να κρατήσει τον Ματίας Λεσόρ, παρόλο που ένας σοβαρός τραυματισμός θα μπορούσε να σταθεί ως λόγος αποχώρησης, όπως έχει συμβεί πολλές φορές παλιότερα. Αυτή η κίνηση δείχνει πως εδώ δεν βλέπουν τους παίκτες ως απλά ανταλλάξιμα πιόνια, αλλά ως ανθρώπους με όνειρα, πάθος και αφοσίωση.

Στους πράσινους το μπάσκετ δεν είναι απλά ένα άθλημα, αλλά μια ιεροτελεστία, ένας δεσμός που ξεπερνά τις επαγγελματικές σχέσεις, με παίκτες που αγκαλιάζονται από την κοινότητα και οι φίλαθλοι τραγουδούν τα ονόματά τους, φτάνοντας μια σχέση πέρα από τις γραμμές του παρκέ. Αυτός είναι ο λόγος που ο Διαμαντίδης και ο Αλβέρτης δεν έφυγαν ποτέ από τον Παναθηναϊκό, που ο Χουάντσο και ο Ναν ένιωσαν την αγάπη του κόσμου σχεδόν αμέσως. Δεν είναι μόνο θέμα συμβολαίων, είναι θέμα καρδιάς. Κι όχι μόνο στο Τριφύλλι, μα στην Ευρώπη γενικότερα. Ο Γιουλ της Ρεάλ Μαδρίτης, ο Παπαπνικολάου του ο Ολυμπιακού, ο Ναβάρο της Μπαρτσελόνα. Ακόμα κι ο Σπανούλης που έφυγε με τον τρόπο που έφυγε, έγινε σημαία των κόκκινων και λατρεύτηκε από τον κόσμο, παρά το παρελθόν του στο τριφύλλι. Προφανώς και τα πράγματα δεν είναι ονειρικά στην Ευρώπη και προφανώς υπάρχουν ξαφνικές αποχωρήσεις, όπως και προσθήκες, πάντα όμως με γνώμονα τη βελτίωση των ομάδων είτε πρόκειται για αγωνιστικές επιδόσεις, είτε για το κλίμα των αποδυτηρίων. Προφανώς όμως έχοντας ενημερώσει οι ομάδες του παίκτες.
Υπάρχει μέλλον για την αφοσίωση στο μπάσκετ;
Αυτή η διαφορά φιλοσοφίας μεταξύ ΝΒΑ και ευρωπαϊκού μπάσκετ αναδεικνύει τη σημασία του δεσίματος μεταξύ παίκτη και ομάδας, γιατί το μπάσκετ δεν είναι μόνο καρφώματα, τρίποντα και highlights – είναι και συναίσθημα. Είναι η αγκαλιά του συμπαίκτη μετά από μια δύσκολη νίκη, είναι τα δάκρυα των φιλάθλων όταν ένας παίκτης που αγαπήθηκε λέει το τελευταίο του “αντίο”.
Το μπάσκετ δεν είναι μόνο αριθμοί και στατιστικά. Είναι στιγμές, συναισθήματα και δεσμοί που χτίζονται μέσα από νίκες, ήττες και κοινές διαδρομές κι ο Παναθηναϊκός το γνωρίζει αυτό καλύτερα από τον καθένα. Από τα χρόνια του Διαμαντίδη και του Αλβέρτη μέχρι σήμερα, έχει αποδείξει πως ένας παίκτης δεν είναι απλώς ένα όνομα σε ένα συμβόλαιο, αλλά μια ψυχή που δένει με την ομάδα, την ιστορία της και τους φιλάθλους της. Η εμπιστοσύνη που δείχνει ο σύλλογος σε παίκτες όπως ο Λεσόρ, ακόμα και σε δύσκολες στιγμές, δεν είναι τυχαία, είναι η απόδειξη πως υπάρχει ακόμα χώρος για ομάδες που λειτουργούν με βάση το συναίσθημα και την αφοσίωση, πως υπάρχουν ακόμα ομάδες που χτίζουν παραδόσεις και σχέσεις που αντέχουν στον χρόνο. Αυτό το στοιχείο είναι που κάνει το μπάσκετ ξεχωριστό. Όχι τα deals και οι ανταλλαγές, αλλά η σύνδεση παίκτη και συλλόγου, η αίσθηση ότι κάποια πράγματα αξίζει να κρατάνε για πάντα.
Το μπάσκετ του μέλλοντος ίσως συνεχίσει να απογυμνώνεται από το συναίσθημα, να γίνεται μια ψυχρή επιχείρηση, όπου οι ανταλλαγές ανακοινώνονται με tweets και οι οπαδοί ψάχνουν στο Google ποιοι παίκτες ήρθαν στην ομάδα τους. Όμως, θα υπάρχει πάντα χώρος για ομάδες που επενδύουν στην καρδιά και όχι μόνο στα συμβόλαια. Και ίσως, κάπου ανάμεσα στα εκατομμύρια δολάρια των deals, η αφοσίωση να συνεχίσει να γράφει τη δική της ιστορία στο άθλημα.