Μια νεκρολογία του, ποδοσφαιρικού, ρομαντισμού

Ήταν μια βραδιά στο Ολίμπικο. Ο Φραντσέσκο Τοττί αποχαιρετούσε τη Ρόμα κι ένα ολόκληρο στάδιο έκλαιγε σαν να έχανε συγγενή. Δεν ήταν απλώς το τέλος μιας καριέρας, ήταν η τελευταία σελίδα ενός βιβλίου που δεν ξαναγράφεται. Γιατί ο Τοττί δεν ήταν απλώς παίκτης. Ήταν ο δεσμός μιας πόλης με τον εαυτό της. Το παιδί που δεν έφυγε ποτέ από τη γειτονιά, o ήρωας που αρνήθηκε να γίνει προϊόν.

Από τότε έχουν περάσει χρόνια. Ο κόσμος άλλαξε, το ίδιο και το ποδόσφαιρο. Οι ομάδες έγιναν brands, οι παίκτες επιχειρήσεις, οι φανέλες συμβόλαια. Κι εμείς, οι οπαδοί, μάθαμε να αγαπάμε εφήμερα. Κάποτε το ποδόσφαιρο ήταν ταυτότητα, τώρα είναι εμπόρευμα. Κάποτε οι παίκτες ήταν σύμβολα, τώρα είναι assets. Και το ερώτημα που πονάει είναι απλό, από πότε σταματήσαμε να αγαπάμε ομάδες και αρχίσαμε να ακολουθούμε brands;

Η Εξαφάνιση του One-Club Man

Υπήρχε μια εποχή που ένας παίκτης μπορούσε να ανήκει για πάντα σε έναν σύλλογο. Που το “one-club man” δεν ήταν ρομαντισμός, αλλά κανονικότητα. Ο Ντελ Πιέρο, ο Τζέραρντ, ο Μαλντίνι, ο Πουγιόλ, ο Καν. Παίκτες που αντιπροσώπευαν ολόκληρες πόλεις, εποχές, ήθη. Μετά ήρθε το Bosman Rule το 1995. Η “ελευθερία” των παικτών να διαπραγματεύονται μόλις έληγε το συμβόλαιό τους φάνηκε τότε επανάσταση. Και ήταν, αλλά για λάθος λόγους. Αφού η αγορά άνοιξε, οι σύλλογοι έγιναν πιο πλούσιοι, οι παίκτες πιο κινητικοί, οι agents πανίσχυροι. Κάθε καλοκαίρι, τα “παλιά” γκρεμίζονταν και οι “νέες προκλήσεις” γεννιούνταν.

Έτσι, ποδοσφαιρική πίστη έγινε ανέκδοτο. Ακόμα κι ο Μέσι έφυγε από τη Μπαρτσελόνα με δάκρυα, όχι γιατί ήθελε, αλλά γιατί η λογιστική το απαίτησε. Ο Ράμος φόρεσε τη φανέλα της Παρί, ο Ρονάλντο πούλησε το “θα μείνω για πάντα” σε πολλαπλά franchises.

Ο παίκτης που κάποτε έμενε έγινε εμπόριο. Δεν τους κατηγορείς. Ο κόσμος αλλάζει, οι καριέρες μικραίνουν, τα λεφτά είναι αστεία πολλά. Κι όμως, κάτι ραγίζει κάθε φορά που ένας ποδοσφαιριστής φεύγει όχι επειδή θέλει, αλλά γιατί έτσι “πρέπει”. Σήμερα, ο “one-club man” είναι είδος υπό εξαφάνιση, ένα ρομαντικό απολίθωμα, μια λέξη που ακούγεται σαν ανέκδοτο σε μια εποχή που όλα είναι διαπραγματεύσιμα. Και οι οπαδοί; Έμειναν να χειροκροτούν μεταγραφές, να αποχαιρετούν ήρωες που δεν πρόλαβαν να αγαπήσουν και το γήπεδο έγινε σταθμός κι έπαψε να είναι σπίτι.

Η Παγκόσμια αποϊδεολογικοποίηση του σήματος

Το ποδόσφαιρο πια δεν είναι υπόθεση γειτονιάς, είναι υπόθεση αγοράς. Η Manchester United δεν μιλά πια στο Σαλφορντ αλλά στη Σιγκαπούρη. Ρεάλ Μαδρίτης δεν αντιπροσωπεύει τη Μαδρίτη αλλά την “παγκόσμια κοινότητα οπαδών”, η Παρί Σεν Ζερμέν δεν ανήκει στους Παριζιάνους, ανήκει στο brand image του Κατάρ, η Νιουκάστλ δεν έχει καμία σχέση με τους Ανθρακωρύχους παρά έχει κι αυτή ζάπλουτους επενδυτές και οι λίστα συνεχίζεται… Οι ομάδες έγιναν global brands. Δεν μετρούν πλέον πάθος, πουλάνε “εμπειρία”. Δεν ενδιαφέρονται για την πόλη τους, εκτός αν είναι τουριστικός προορισμός , φωνάζουν για την αγορά τους. Και κάπως έτσι, οπαδοί στο Τόκιο και στο Μπουένος Άιρες φοράνε την ίδια φανέλα, την ίδια στιγμή, την ίδια σεζόν, αλλά δεν ξέρουν γιατί. Το ποδόσφαιρο έγινε κοινό νόμισμα μιας κουλτούρας χωρίς ρίζες. Κάποτε, οι ομάδες εξέφραζαν κάτι, είχαν πολιτικό φορτίο, κοινωνικό πρόσημο, αντίσταση. Τώρα έχουν content και influencers. Η ουδετερότητα έγινε εργαλείο marketing με σλόγκαν “μην πάρεις θέση, γιατί χάνεις κοινό”. Όπως και οι εταιρείες, έτσι και οι ομάδες προσπαθούν να είναι όλων και κανενός.

Το “απολιτίκ” έγινε στρατηγική. Τα γήπεδα μετατράπηκαν σε θεματικά πάρκα, VIP lounges, φώτα LED, corporate boxes, με τις τιμές των εισιτηρίων ν’ αποκλείουν τα παιδιά που κάποτε τραγουδούσαν στις κερκίδες. Οι οργανωμένοι θεωρούνται “τοξικοί”, τα πανό “επικίνδυνα”, τα συνθήματα “εκτός brand policy”. Και το ποδόσφαιρο από “λαϊκό άθλημα” έγινε καθαρό, γυαλιστερό κι άδειο. Κι όσο πιο αποστειρωμένο γίνεται, τόσο περισσότερο χάνει το νόημά του.

Η αποϊδεολογικοποίηση του σήματος είναι η αποϊδεολογικοποίηση της ζωής. Όπως στις κοινωνίες της εικόνας, όπου όλα είναι απολιτικά, έτσι και στο γήπεδο δεν υπάρχει δεξιά ή αριστερά, εργατική ή αστική τάξη· υπάρχει μόνο premium ή standard. Η εξέδρα δεν φωνάζει για ιδανικά, αλλά για influencers κι ο οπαδός, που κάποτε ήταν πολιτικό υποκείμενο, έγινε “target group”.

Ιδεολογία vs. Οικονομικά Μεγέθη, το ελληνικό δράμα

Αν κάπου φαίνεται καθαρά αυτή η μετάλλαξη, είναι στην Ελλάδα, εδώ που οι ομάδες δεν ήταν ποτέ “ουδέτερες”. Από αστική αξιοπρέπεια και ευγένεια, σε λαϊκή ψυχή και φωνή της προσφυγιάς και της νοσταλγίας. Οι ομάδες είχαν νόημα πέρα από το ποδόσφαιρο. Αυτές οι ταυτότητες όμως, ξεθώριασαν. το ιδεολογικό τρίγωνο αντικαταστάθηκε από ένα οικονομικό τετράπλευρο με επιχειρηματίες, funds, πολιτική ισχύ, τηλεοπτικά δικαιώματα. Οι ομάδες έγιναν όμιλοι συμφερόντων, οι πρόεδροι επενδυτές, οι οπαδοί καταναλωτές και το πάθος έγινε εργαλείο influence.

Ο Παναθηναϊκός, μέσα σε όλα αυτά, κουβαλά ένα δράμα σχεδόν αρχαίο, ένα σύλλογο που χτίστηκε ως ιδέα, όχι ως εταιρεία. Που άντεξε χρέη, πολιτικές διώξεις, εσωτερικές μάχες, αλλά ακόμα ψάχνει τον εαυτό του σε μια εποχή χωρίς πυξίδα. Κάποτε ο Παναθηναϊκός ήταν σημείο αναφοράς για το “ευ αγωνίζεσθαι”, την αισθητική, την ευγένεια, τη διαφορετικότητα. Τώρα παλεύει μέσα σε ένα τοπίο όπου οι αξίες μετριούνται σε ισολογισμούς. Δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο. Είναι παγκόσμιο, απλώς εδώ έχει πιο έντονα χρώματα.

Όταν ένας σύλλογος με τέτοια ιστορία και ψυχή αναγκάζεται να μετράει τη δυναμική του με όρους “επενδυτικής βιωσιμότητας”, κάτι έχει χαθεί πολύ βαθύτερα από βαθμούς και τρόπαια. Οι Έλληνες οπαδοί, παραμένουν από τους πιο παθιασμένους στην Ευρώπη. Αλλά και οι πιο κουρασμένοι. Κουρασμένοι να βλέπουν ομάδες να γίνονται βιτρίνες, παίκτες να φεύγουν πριν προλάβουν να αγαπηθούν, και τους ίδιους να αποκαλούνται “πελάτες”. Κουρασμένοι να βλέπουν τις σημαίες να κατεβαίνουν χωρίς λόγο. Και κουρασμένοι να κουβαλάν την “ταμπέλα” της κάθε ιδεολογίας του παρελθόντος, τη στιγμή που ζορίζονται να χειροκροτήσουν τους φετινούς παίκτες-μισθοφόρους που φοράνε τη φανέλα της ομάδας τους…

Μια σύνδεση με ημερομηνία λήξης

Και πλέον τίποτα μέσα μας δεν αντιστέκεται, απλά νοσταλγεί και συμβιώνει. Κάθε φορά που βλέπεις ένα παιδί με κασκόλ στο δρόμο, ένα βλέμμα στις κερκίδες που λάμπει χωρίς λόγο, μια μικρή ομάδα να παίζει μπροστά σε πενήντα ανθρώπους, εκεί ζει ακόμα η ψυχή του παιχνιδιού.

Η νέα εποχή μάς έμαθε να αγαπάμε επιφανειακά, αλλά όχι να παθιαζόμαστε αληθινά. Και όμως, χωρίς πάθος, το ποδόσφαιρο είναι μόνο logistics, ένα πρόγραμμα, ένα αποτέλεσμα, μια ανάλυση xG και παίκτες που δεν υπογράφουν πια για…μια πορτοκαλάδα. Ο οπαδός σήμερα είναι επενδυτής συναισθήματος. Ρίχνει χρόνο, ψυχή και λεφτά σε ένα προϊόν με ημερομηνία λήξης, τη μεταγραφή, την αποχώρηση, την αλλαγή ιδιοκτησίας. Όλα έχουν ημερομηνία λήξης, εκτός από την ανάγκη να ανήκεις κάπου. Γι’ αυτό, ίσως, υπάρχει ελπίδα, όχι για επιστροφή στα παλιά, αλλά μια νέα μορφή πίστης. Ίσως να μη βρούμε ξανά παίκτες που μένουν μια ζωή, που να έχουν λόγο κι όχι content, αλλά μπορούμε να φτιάξουμε κοινότητες που αντέχουν περισσότερο από τα συμβόλαια. Κι αν πλέον η φανέλα είναι ένα ύφασμα με ξεθωριασμένη από τη συνήθεια ταυτότητα, αυτό δεν σημαίνει πως πάψαμε να την αγαπάμε, έστω κι από συνήθεια. Κυρίως από ρομαντισμό. Σίγουρα, οι ομάδες έπαψαν αν είναι κοινωνικά τοτέμ μιας χώρας που έμαθε να επιβιώνει μέσα από τις αντιθέσεις της, έχασαν τον ρομαντισμό, όμως το ποδόσφαιρο μπορεί να ξαναγίνει πολιτισμός, αν ξαναγίνει ανθρώπινο. Αν ξαναγίνει πεποίθηση κι όχι περιεχόμενο.

Μια σημαία που δεν κυματίζει

Το ποδόσφαιρο που μεγαλώσαμε δεν υπάρχει πια. Ίσως να μην ήταν ποτέ τόσο αγνό όσο νομίζαμε, αλλά τουλάχιστον είχε ψυχή. Σήμερα όλα είναι πιο επαγγελματικά, πιο ορθολογικά, πιο κενά, σημαίες δεν ανεμίζουν, οι παίκτες δεν μένουν, οι οπαδοί δεν πιστεύουν. Κι όμως, κάθε φορά που κάποιος φωνάζει από την καρδιά του, που γεμίζει το γήπεδο με φωνή κι όχι με φίλτρα, εκεί αναπνέει για λίγο ο παλιός ρομαντισμός. Δεν ξέρουμε αν θα ξαναδούμε έναν Τοττί ή έναν Μαλντίνι. Αλλά μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποτε θα ξαναδούμε έναν παίκτη που θα μείνει γιατί το “ανήκειν” θα αξίζει περισσότερο από το “κερδίζειν”.  Κι ίσως τότε, όταν μια φανέλα θα σηκωθεί ξανά όχι από χορηγό, αλλά από ψυχή, να θυμηθούμε γιατί κάποτε λέγαμε ότι το ποδόσφαιρο είναι κάτι παραπάνω από παιχνίδι.

Μια νεκρολογία του, ποδοσφαιρικού, ρομαντισμού

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κύλιση προς τα επάνω