Η εποχή Μπενίτεθ μάλλον έρχεται, αν δεν ήρθε όσο γραφόταν αυτές οι γραμμές, και είναι φορτωμένη με το θόρυβο και το ρίσκο μιας τέτοιας κίνησης. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Ο Ράφα Μπενίτεθ είναι μεγάλος προπονητής. Με Champions League, με τίτλους, με καριέρα σε Ρεάλ, Λίβερπουλ, Βαλένθια, έχει όνομα που γεμίζει αίθουσες συνεντεύξεων και γραμμές εφημερίδων. Μόνο που όλα αυτά ανήκουν σε ένα ποδόσφαιρο που δεν υπάρχει πια. Στην εποχή πριν τα πετροδόλαρα, πριν τα power points των funds, πριν οι ομάδες γίνουν εταιρικά brands.
Κι όμως, ο Παναθηναϊκός αποφάσισε να επενδύσει ακριβώς εκεί, στο παρελθόν ενός προπονητή που έχει να χαμογελάσει πραγματικά εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Ένα όνομα τεράστιο, αλλά κουρασμένο. Ένας μισθός τεράστιος, αλλά χωρίς αντίκρισμα σε βάθος χρόνου. Και μια διοίκηση που ορκίζεται στη σταθερότητα, τη στιγμή που αλλάζει προπονητές σαν να αλλάζει password. Ο Μπενίτεθ είναι πιθανότατα ο πιο ακριβοπληρωμένος προπονητής που έχει περάσει ποτέ από την Ελλάδα, η ερώτηση όμως δεν είναι αν αξίζει τα λεφτά του. Είναι αν ο Παναθηναϊκός αντέχει να τα πληρώσει και, κυρίως, αν έχει νόημα να το κάνει.
The Benítez Premium
Ο Παναθηναϊκός μπήκε σε μια συμφωνία που μοιάζει περισσότερο με επενδυτικό στοίχημα παρά με ποδοσφαιρική απόφαση, με υψηλό κόστος έναντι της αξίας. Το συμβόλαιο του Μπενίτεθ, πολυετές και υπερπολυτελές, ανοίγει μια οικονομική ψαλίδα που η ελληνική πραγματικότητα δύσκολα θα μπορέσει να κλείσει. Όταν ο προπονητής κερδίζει πολλαπλάσια από τον καλύτερο παίκτη σου, δεν έχεις πια ομάδα, μα έχεις ιεραρχία με ανισορροπία. Ποια είναι η αξία ενός προπονητή που πληρώνεται σαν franchise;

Μπορεί ένας άνθρωπος να σηκώσει στις πλάτες του τη διαφορά ποιότητας, την έλλειψη βάθους, την πίεση ενός οργανισμού που ψάχνει ταυτότητα δεκαπέντε χρόνια;
Η απάντηση δεν είναι τεχνική, είναι ψυχολογική. Όταν οι παίκτες κοιτούν τα δελτία τους και βλέπουν ότι ο κόουτς αμείβεται σαν να παίζει σε Premier League, η απόσταση μεγαλώνει, όχι γιατί τον ζηλεύουν, αλλά γιατί νιώθουν ότι ζουν σε άλλη κατηγορία. Η ισορροπία αποδυτηρίων δεν είναι ζήτημα τακτικής, είναι ζήτημα σχέσης. Κι ο Μπενίτεθ κουβαλά το κύρος, τη γνώση, την πειθαρχία, αλλά δεν κουβαλά μαγικό ραβδί. Αν το κουβαλούσε, ίσως να μην άφηνε τη Θέλτα. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο το κόστος του, αλλά η συμβολική ανισότητα που δημιουργεί, σε μια ομάδα που παλεύει με περιορισμούς και έρχεται ένας προπονητής που μοιάζει με project πολυεθνικής. Η διαφορά μεταξύ “επένδυσης” και “πολυτέλειας” είναι λεπτή. Ο Παναθηναϊκός δείχνει να την αγνοεί. Κι αν η συνεργασία λυθεί νωρίτερα του αναμενομένου, ο Μπενίτεθ δεν χαρίζει ούτε cents, τα χρήματα που θα χρειαστεί να δώσει η ομάδα θα τη γυρίσουν πολλά, πολλά χρόνια πίσω.
Διοικητική ασυμβατότητα & ο κίνδυνος της αποζημίωσης
Ας είμαστε ρεαλιστές, κανείς δεν πιστεύει ότι ο Μπενίτεθ θα μείνει στον Παναθηναϊκό δυόμισι χρόνια. Η ιστορία των τελευταίων δεκαετιών το αποδεικνύει. Όσοι ήρθαν με μεγάλες υπογραφές έφυγαν με ακόμη μεγαλύτερες αποζημιώσεις. Και κάθε φορά, το ταμείο πλήρωνε, όχι μόνο σε χρήμα, αλλά σε χρόνο, σε ηρεμία, σε προοπτική. Ο Γιάννης Αλαφούζος σίγουρα δεν έχει την υπομονή ως αρετή. Η σχέση του με τους προπονητές θυμίζει γάμους αστών της δεκαετίας του ’60, που ξεκινούν με φιλοδοξίες και τελειώνουν με σιωπές και δικηγόρους. Ο Μπενίτεθ, άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα και ανάγκη απόλυτου ελέγχου, δεν θα δεχθεί εύκολα να λειτουργεί υπό διοικητικές παρεμβάσεις ή επικοινωνιακές πιέσεις.
Κι όταν έρθει η πρώτη ήττα, η πρώτη διαρροή, η πρώτη δυσφορία στα αποδυτήρια, ποιος θα κάνει πίσω; Ο προπονητής με ρήτρα αποζημίωσης που ζαλίζει ή ο πρόεδρος που ψάχνει πάντα το “επόμενο βήμα”; Το σενάριο είναι γνωστό. Αποχώρηση, αποζημίωση, σιωπή, αναζήτηση επόμενου “μεγάλου ονόματος”. Και κάθε φορά, το σύστημα ξεκινά από την αρχή, λίγο πιο κουρασμένο, λίγο πιο φτωχό, λίγο πιο μακριά από την Ευρώπη.
Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν ο Μπενίτεθ θα πετύχει. Είναι αν ο Παναθηναϊκός έχει τη δομή να αντέξει τη συνεργασία μαζί του. Γιατί όταν ένας οργανισμός λειτουργεί χωρίς σταθερό πλάνο, ακόμη κι ένας τελειομανής επαγγελματίας μετατρέπεται σε πείραμα. Και μάλιστα πολυδάπανο.
Το “Σύνδρομο της Επιστροφής” και η κακοδιαχείριση του ρόστερ
Ο Παναθηναϊκός έχει ένα χρόνιο πρόβλημα. Θυμάται καθυστερημένα. Παίκτες που αφήνει να φύγουν, τους ανακαλύπτει ξανά δύο χρόνια μετά, πιο ακριβούς, πιο ώριμους, αλλά όχι πια δικούς του. Το πρόσφατο παράδειγμα του Παντελίδη από την Κηφισιά, παιδιού των ακαδημιών του συλλόγου που τώρα επιστρέφει ως “αγορά”, είναι το πιο πρόσφατο σύμπτωμα μιας βαθιάς παθολογίας. Η κακοδιαχείριση του ρόστερ δεν είναι μόνο οικονομικό θέμα. Είναι ιδεολογικό.
Μια ομάδα που δεν πιστεύει στα δικά της παιδιά, στις δικές της ρίζες, δεν μπορεί να ζητά συνέχεια και ταυτότητα. Κι όμως, ο Παναθηναϊκός επιμένει να κυνηγά λύσεις με παίκτες που είτε δεν προσαρμόστηκαν είτε έφυγαν πρόωρα ενώ οι ακαδημίες του για χρόνια έβγαζαν αρκετούς παίκτες άνω του μετρίου.
Πώς θα τα διορθώσει όλα αυτά ο Μπενίτεθ; Με σχέδιο; Με scouting; Με εμπειρία; Ίσως. Αλλά για να φτιάξεις κάτι, πρέπει να σε αφήσουν να χτίσεις. Κι αν κρίνουμε από το πρόσφατο παρελθόν, οι προπονητές στον Παναθηναϊκό σπάνια προλαβαίνουν να δουν το έργο τους να ολοκληρώνεται. Η επιλογή ενός τόσο ακριβού τεχνικού μοιάζει με κίνηση πανικού. Σα να λες “ας αγοράσουμε αξιοπιστία” αντί να την οικοδομήσουμε.
Μόνο που η αξιοπιστία δεν αγοράζεται με υπογραφές. Κερδίζεται με συνέπεια.
Κι αυτό είναι κάτι που ο Παναθηναϊκός δεν έχει καταφέρει ούτε σε μεταγραφές, ούτε σε ταλέντα και σίγουρα ούτε σε πλάνο.
Η απόσταση από την κορυφή & τα παλιά λάθη
Ο Ράφα Μπενίτεθ υπήρξε κορυφαίος. Αλλά το ποδόσφαιρο δεν είναι μνημείο, είναι ρολόι που δεν σταματά ποτέ. Η τελευταία του μεγάλη επιτυχία χρονολογείται από εποχές που τα social media δεν υπήρχαν καν. Από τότε, πέρασε από Νάπολι, Ρεάλ, Νιουκάστλ, Έβερτον, Θέλτα. Πολλές στάσεις, λίγη λάμψη. Η αλήθεια είναι ότι κάθε ομάδα που τον προσέλαβε τα τελευταία χρόνια, το έκανε περισσότερο για το παρελθόν του παρά για το παρόν του. Και σχεδόν πάντα, η σχέση τελείωνε πριν ωριμάσει. Ο Μπενίτεθ είναι ένας δάσκαλος άλλης εποχής, που προσπαθεί να επιβιώσει σε κόσμο που δεν διδάσκεται πια με πίνακα κιμωλίας, αλλά με PowerPoint και analytics.
Ο Παναθηναϊκός, με τη σειρά του, έχει κι αυτός την ίδια συνήθεια, να φέρνει μεγάλα ονόματα όταν βρίσκεται σε φάση κρίσης. Το έκανε με παίκτες, το κάνει τώρα με προπονητές. Είναι μια ψυχολογία «τελευταίας ευκαιρίας», να αποδείξει ότι αξίζει να είναι εκεί που κάποτε ανήκε. Μόνο που το ποδόσφαιρο δεν τιμωρεί τη φιλοδοξία, τιμωρεί την άγνοια ρεαλισμού.
Ο Μπενίτεθ δεν είναι ο εχθρός, είναι το σύμπτωμα. Το πρόβλημα δεν είναι ότι ήρθε, αν έρθει. Το πρόβλημα είναι γιατί ήρθε, πότε ήρθε και με ποιο σχέδιο ήρθε. Γιατί όταν ένας σύλλογος επενδύει περισσότερα στην εικόνα της κίνησης παρά στην ουσία της, τότε το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο, απογοήτευση. Ρωτήστε και τον Τερίμ…
Προσοχή στο κενό ανάμεσα σε φιλοδοξία και πραγματικότητα
Ο Παναθηναϊκός ζει εδώ και χρόνια με ένα διπλό πρόσωπο. Από τη μία, θέλει να ξαναγίνει ευρωπαϊκός. Από την άλλη, λειτουργεί σαν επαρχιακή ομάδα που ψάχνει ισορροπίες ανάμεσα σε οικονομία και φιλοδοξία. Και αυτό το κενό προσπαθεί να το γεφυρώσει με λόγια, όχι με έργα.
Ο Μπενίτεθ έρχεται με όρους Champions League, αλλά σε περιβάλλον Super League. Θα βρει παίκτες καλούς, όχι κορυφαίους, συνθήκες επαγγελματικές, όχι τέλειες, μα κυρίως μια διοίκηση που μπορεί να αλλάξει κατεύθυνση ανά πάσα στιγμή. Το πρόβλημα δεν είναι το όραμα, αλλά η πραγματικότητα που το τρώει ζωντανό. Πολλοί πανηγυρίζουν για την άφιξη του Ισπανού, άλλοι τη θεωρούν «επανάσταση». Αλλά όποιος γνωρίζει τον Παναθηναϊκό, ξέρει ότι οι επαναστάσεις εδώ διαρκούν μέχρι την πρώτη ήττα στη Λιβαδειά. Το γήπεδο της Λεωφόρου έχει δει περισσότερα restart απ’ όσα η Microsoft. Και το κοινό, όσο κι αν θέλει να πιστέψει, κουράστηκε. Γιατί δεν θέλει άλλο ν’ ακούει ότι “έρχεται η νέα εποχή”. Θέλει να τη ζήσει.
Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού δεν είναι αφελείς, έχουν μάθει να διαβάζουν πίσω από τις λέξεις. Ξέρουν ότι το όνομα δεν φέρνει την επιτυχία, μα η συνέπεια η οποία στο τριφύλλι κοντεύει να γίνει άγνωστη. Και έχουν δει δεκάδες παραδείγματα διοικήσεων που προσπάθησαν να αγοράσουν ελπίδα, μόνο και μόνο για να τη χάσουν στον πρώτο γύρο. Η ψυχολογία γύρω από τον Μπενίτεθ είναι διχασμένη. Οι ρομαντικοί βλέπουν εμπειρία και κύρος, οι ρεαλιστές βλέπουν ασυμβατότητα και ρίσκο. Το μεγάλο ερώτημα δεν είναι αν ο Ισπανός είναι καλός, αλλά αν αυτός ο Παναθηναϊκός μπορεί να τον “σηκώσει”.
Γιατί, αν η ομάδα δεν έχει τις υποδομές, την υπομονή και τον σχεδιασμό που απαιτεί ένας τέτοιος προπονητής, τότε η συνεργασία είναι καταδικασμένη να καταρρεύσει κάτω από το ίδιο της το βάρος. Και τότε, η απογοήτευση θα είναι διπλή και αγωνιστική και οικονομική. Γιατί ο Μπενίτεθ δεν θα φύγει απλώς, θα φύγει ακριβά.
Η Πολυτέλεια του Λάθους
Υπάρχουν κινήσεις που φωνάζουν ελπίδα και άλλες που φωνάζουν πανικό.
Η επιλογή του Ράφα Μπενίτεθ μοιάζει να ανήκει και στις δύο κατηγορίες.
Ναι, δείχνει φιλοδοξία, αλλά είναι φιλοδοξία χωρίς υποδομή.
Ναι, δείχνει όραμα, αλλά είναι όραμα χωρίς υπομονή.
Ο Παναθηναϊκός δεν χρειάζεται άλλες “μεγάλες στιγμές” στις παρουσιάσεις.
Χρειάζεται σταθερότητα, πίστη και ρεαλισμό. Χρειάζεται να θυμηθεί ότι οι ομάδες δεν αλλάζουν με υπογραφές, αλλά με σχέδιο. Ο Μπενίτεθ ίσως είναι ο κατάλληλος άνθρωπος σε λάθος τόπο ή σε λάθος εποχή. Σε κάθε περίπτωση, το τίμημα θα είναι μεγάλο. Και δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι το τίμημα μιας επιλογής που δείχνει να κυνηγά το παρελθόν για να δικαιολογήσει το παρόν, μοιάζοντας ν’ αδιαφορεί για το μέλλον. Και ο Παναθηναϊκός, που κάποτε δίδασκε τι θα πει ποδοσφαιρική αξιοπρέπεια, δεν αντέχει άλλες τέτοιες “πολυτέλειες”.
