Αποχαιρετώντας τον «Στρατηγό» Μίμη Δομάζο

Ο Δομάζος παρκάρισε το αυτοκίνητο του, ένα άσπρο Triumph στην οδό Τιμολέοντος Φιλήμονος, το δρομάκι που είναι κάθετο στην οδό Τσόχα που έχει γίνει πεζόδρομος. Πριν καλά – καλά το κλειδώσει για να μπει μέσα στο γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας για μία απογευματινή προπόνηση, τον πλησίασα δειλά – δειλά κρατώντας ένα άλμπουμ ζωγραφικής και το γύρισα σε μία σελίδα που είχα κολλήσει μία μαυρόασπρη φωτογραφία του. Τον απεικόνιζε να κάνει ένα εναέριο κοντρόλ, την είχα κόψει από ένα φύλλο της Αθλητικής η των Παναθηναϊκών Νέων. Φτάνοντας μπροστά στον Δομάζο είχα τόσο μεγάλο τρακ που δε μπορούσα να βγάλω μιλιά. «Πως πάει; Τι θέλεις» με ρώτησε «ένα αυτόγραφο σε παρακαλώ στρατηγέ» κατάφερα να ψελλίσω. Ο Δομάζος, με ένα ήρεμο χαμόγελο ακούμπησε το άλμπουμ στο καπό του αυτοκινήτου, με ρώτησε πως με λένε, και έγραψε: «Εις τον μικρό μου φίλο Αλέξανδρο» και έβαλε από κάτω την υπογραφή του.

Ήταν το καλοκαίρι του 1968, εγώ ήμουν τότε 13 ετών, ο Δομάζος 26 και θα συμπλήρωνε μία δεκαετία ως παίκτης του Παναθηναϊκού και ήταν ήδη βασικός στην Εθνική Ελλάδας. Κατά περίεργη σύμπτωση βρήκα το αυτόγραφο του ενώ τακτοποιούσα το αρχείο μου δύο μόνο μέρες πριν τον θάνατο του σε ηλικία 83 ετών στις 24 Ιανουαρίου.

Πως αποχαιρετά κανείς ένα ίνδαλμα, έναν ήρωα της παιδικής του ηλικίας;

Ακούγοντας και διαβάζοντας τον χείμαρρο αναμνήσεων, επαίνων και δηλώσεων αντιλαμβάνομαι πως ανήκω σε μία παλιότερη γενιά φιλάθλων, μία γενιά που τον είδα να παίζει. Μια γενιά που αβίαστα τον θεωρεί τον μεγαλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή του 20ου αιώνα με βάση την πολύχρονη αγωνιστική του απόδοση στις εγχώριες συλλογικές οργανώσεις, στις Ευρωπαϊκές και στην Εθνική Ελλάδας. Τη πρώτη φορά που τον είδα ήταν τον Σεπτέμβριο του 1965 στον αγώνα Παναθηναϊκός – Σλιέμα Μάλτας για το κύπελλο πρωταθλητριών Ευρώπης και σημείωσε ένα από τα τέσσερα γκολ του τριφυλλιού και έδωσε τη πάσα (δεν λέγαμε ασιστ τότε) στον Λουκανίδη για ένα άλλο γκολ. Όταν είσαι παιδί η προσοχή σου στο γήπεδο διαχέεται, δεν ξέρεις που να πρώτο-κοιτάξεις. Αλλά ήταν τέτοιος ο επιτελικός ρόλος του Δομάζου που ακόμη και μικρός τότε καταλάβαινα γιατί τον έλεγαν «στρατηγό». Κρατούσε τη κατοχή της μπάλας στο κέντρο του γηπέδου, φαινόταν τουλάχιστον για μία αιωνιότητα.

Οι επόμενες κινήσεις του ήταν απρόβλεπτες διότι είχε μία ευρηματικότητα στο στυλ παιχνιδιού του και μία δημιουργικότητα. Πόσοι άλλοι παίκτες θα αποτολμούσαν πάσα με τακουνάκι μέσα στη μεγάλη περιοχή του αντιπάλου υπό το βλέμμα κέρβερων προπονητών όπως τον Στέφαν Μπόμπεκ; Είχε τη δυνατότητα να προσαρμόζει το παιχνίδι του ανάλογα με τις ικανότητες των συμπαικτών του. Είχε την πολυτέλεια να παίζει δίπλα σε φτασμένους παίκτες όπως ο Λουκανίδης η ο Παπαεμαννουήλ, αλλά και με νέους και άπειρους όπως τον Γονιό που βγήκε πρώτος σκόρερ τη περίοδο 1968-69 που πήρε ο Παναθηναϊκός το νταμπλ. Ακολούθησε βέβαια η δεκαετία του 1970 και το Γουέμπλεϊ και το δίδυμο Δομάζου – Αντωνιάδη. Και στα μαρκαρίσματα δεν το έβαζε κάτω, ήταν πεισματάρης.

Μία από τις πολλές ωραίες αντιδράσεις που άκουσα από την κερκίδα ήταν σε ένα σκληρό μαρκάρισμα που δέχθηκε σε έναν αγώνα που ήταν ισόπαλο το αποτέλεσμα εκείνη τη στιγμή:

«Α, θύμωσε ο Δομάζος, εντάξει τώρα θα σκοράρουμε»

όπως και έγινε μετά από λίγο. Διότι ο Δομάζος μπορούσε και να σκοράρει, και θεαματικά μάλιστα όπως μία φορά με ανάποδο ψαλίδι μέσα στο Καραϊσκάκη. Ο Δομάζος ήταν ηγέτης όχι μόνο στον Παναθηναϊκό αλλά και σε μια Εθνική Ελλάδας που άξιζε να είχε πάει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Στον εντός έδρας προκριματικό με τη Ρουμανία, δεν έπαιξε ο Δομάζος. Ήταν ένα εγκληματικό λάθος του τότε προπονητή, της Ομοσπονδίας, του χουντικού Γενικού Γραμματέα Αθλητισμού. Ήμουν στο Καραϊσκάκη εκείνο το απόγευμα, φέραμε 2-2. Το τι ακούστηκε για τον προπονητή, τον φερόμενο ως υπεύθυνο για την απουσία του Δομάζου δεν περιγράφεται. Στον αγώνα στο Βουκουρέστι χρειαστήκαμε νίκη, έπαιξε ο Δομάζος ένα από τα καλύτερα παιχνίδια του αλλά το τελικό σκορ ήταν 1-1. Το γκολ ο Δομάζος.Πολλά χρόνια αργότερα o Δομάζος με τίμησε με τη παρουσία του σε μία παρουσίαση βιβλίου μου για τον Παναθηναϊκό. Είχε πλέον κλείσει την ποδοσφαιρική του καριέρα, προς το τέλος έπαιξε και στην ΑΕΚ και επέστρεψε για να την ολοκληρώσει στον Παναθηναϊκό. Μια ζωή γεμάτη πρωταθλήματα και κύπελλα και επιτυχίες.

Είχε δραστηριοποιηθεί στον Πανελλήνιο Σύλλογο Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΠΣΑΠ), μαζί με το αγωνιστικό του ταίρι, τον Αντωνιάδη. Και παλαιότερα ο Δομάζος υποστήριζε τα δικαιώματα των συμπαικτών του στον Παναθηναϊκό και τώρα, χάρη στο κύρος του δραστηριοποιήθηκε προς όφελος των ποδοσφαιριστών όλων των ομάδων. Υπήρξε ηγέτης άλλη μια φορά. Στη συνάντηση μας γέλασε όταν του υπενθύμισα το άσπρο Triumph. Είχα τη τύχει να του μιλήσω και σε παρουσίαση του δικού του βιβλίου στη Μυτιλήνη καθώς και άλλες δύο φορές. Πάντοτε προσιτός και φιλικός, σταθερά η αντίθεση αυτού που λέμε «βεντέτα». Εννοείται πως εκείνη η πρώτη μου συνάντηση με τον Δομάζο θα μου μείνει αξέχαστη. Για ένα παιδί που μεγάλωνε σε ένα σπίτι που δεν ήταν όλα καλά λόγω μίας σοβαρής ασθένειας της μητέρας μου το ποδόσφαιρο και ο Παναθηναϊκός μου προσέφεραν μία φυγή, έναν άλλο κόσμο ανεμελιάς και χαράς. Και η αριστεία που εξέφραζε το φαινόμενο Μίμης Δομάζος ήταν και κάτι παραπάνω. Ένα παράδειγμα προς μίμηση, ένα πρότυπο, ένα κίνητρο να βάλω και εγώ τα δυνατά μου σε ό,τι θα έκανα στη ζωή. Όταν μεγάλωσα έγινα καθηγητής ιστορίας και μέχρι σήμερα έχω γράψει αμέτρητα κείμενα. Αλλά αυτός ο αποχαιρετισμός στον Μίμη Δομάζο είναι το μόνο που έχω γράψει με τόση συγκίνηση. Αλλά και γνωρίζοντας πως ο Δομάζος θα δεσπόζει πάντοτε στην ιστορία του Παναθηναϊκού και του Ελληνικού ποδοσφαίρου.

Αποχαιρετώντας τον «Στρατηγό» Μίμη Δομάζο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κύλιση προς τα επάνω