Ωραία κουβέντα, διασκεδαστική. Και μετά σκέφτομαι «Πώς επιλέγονται οι υποψήφιοι για αυτές τις λίστες;». Μέσα από αυτές τις ψηφοφορίες, οι φίλαθλοι έχουν την ευκαιρία να εκφράσουν την εκτίμησή τους προς τους παίκτες που σημάδεψαν με την παρουσία τους την ιστορία του συλλόγου. Όμως, πέρα από τη φαινομενική απλότητα της επιλογής, οι ψηφοφορίες αυτές συχνά αντανακλούν κάτι βαθύτερο: μια πολυδιάστατη διαδικασία που επηρεάζεται από υποκειμενικά κριτήρια, συναισθηματικούς παράγοντες και εξωτερικές επιρροές. Και καλά κάνει θα πω εγώ. Σίγουρα ο Πέκοβιτς, που διάλεξε ο Γιώργος, ήταν από τα μεγαλύτερα ταλέντα που είδαμε με το τριφύλλι στο στήθος.

Αφορμή για αυτό το κείμενο ήταν η κουβέντα με ένα από τα παιδιά του #PaoFactory σχετικά με μια ψηφοφορία σε γνωστό site για τον καλύτερο ψηλό του Παναθηναϊκού. Αυτός έλεγε Πέκοβιτς, εγώ έλεγα Βράνκοβιτς.
Αν δεν είχαμε τον Βράνκοβιτς και την τάπα του όμως, θα ερχόταν ο Πέκοβιτς στην Αθήνα, αλλά κι εμείς θα είχαμε ασχοληθεί τόσο με το μπάσκετ;
«Χρηματιστήριο Αξιών Παικτών»
Φαίνεται ξεκάθαρα ότι η παραπάνω σύγκριση είναι κομματάκι άτοπη και για πολλούς λόγους. Ο πιο αντικειμενικός τρόπος να κριθεί ένας παίκτης είναι οι τίτλοι και τα στατιστικά της καριέρας του. Οι αριθμοί όμως δε λένε πάντα την αλήθεια… Δεν είναι λίγοι οι παίκτες που ενώ είχαν φοβερά νούμερα στα γνωστά «μεγάλα παιχνίδια» εξαφανιζόντουσαν. Την ίδια στιγμή, το άθλημα έχει αλλάξει τρομερά με την πάροδο του χρόνου σε πάρα πολλά κομμάτια, κυρίως στην αθλητικότητα και τις επαφές των παικτών, δεδομένα που κάνουν ακόμα πιο δύσκολη τη σύγκριση στατιστικών που έρχονται από διαφορετικές εποχές.

Κι αν στο μπάσκετ, με το καλό κλίμα που επικρατεί παραδοσιακά τόσο εντός όσο και εκτός γηπέδων, μας έχει επιτρέψει να απολαύσουμε πολλούς σπουδαίους παίκτες από κοντά και να κάνουμε αυτές τις συγκρίσεις, στο ποδόσφαιρο τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Εκεί συχνά παρατηρούνται εντάσεις, οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά τη γενικότερη εικόνα της ομάδας και τη δυνατότητα ανάδειξης παρόμοιων εμβληματικών προσωπικοτήτων. Πόσοι ποδοσφαιριστές στοιχειώνονται από ένα χαμένο πέναλτι ή μια κόκκινη κάρτα; Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ξήλωμα της ομάδας που έπαιξε στη Ριζούπολη, με τις γνωστές συνέπειες. Αλλά αυτό είναι άλλη, μεγάλη, κουβέντα…
Από τον Nick Galis στον Nick Calathes
Όποιος αμφισβητεί την επίδραση του Γκάλη τόσο στο Ελληνικό μπάσκετ, όσο και στο μπάσκετ του Παναθηναϊκού, ακόμα και στα κλεισίματα της καριέρας του, ας αποχωρήσει εδώ.
Ο άνθρωπος που έκανε τους έλληνες να παρακολουθήσουν μπάσκετ πέρασε έστω και για λίγο, έστω και με τη λάμψη του λίγο πιο θολή, φόρεσε το τριφύλλι στο στήθος. Ο… αμερικάνος ίσως να μην άφησε τόσο μεγάλο στίγμα στον ΠΑΟ, σίγουρα όμως έκανε πολλούς να στρίψουν το κεφάλι για να δουν το πράσινο μπασκετικό τμήμα. Πολλά χρόνια μετά, ένα αμερικανάκι θα σηκώνει τίτλους χαμογελώντας με την καρδιά, αλλά θα περάσει και πέτρινα χρόνια έχοντας για συμπαίκτες διαφόρους μισθοφόρους που είχα έρθει απλά για τα ένσημα τους στο ΟΑΚΑ.
Συγκρίνεται το ταλέντο τους; Για κανένα λόγο. Η προσφορά τους; Αδιαμφισβήτητα διαφορετική και σε ζυγαριά δε μπαίνει. Σε ένα «μονό» ποιος θα κέρδιζε; Ε, αυτός με το καλύτερο χειριστήριο γιατί μόνο σε κονσόλες είναι εφικτό κάτι τέτοιο.
Οι δύο Nick είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα για το άτοπο της σύγκρισης. Όμως υπάρχουν άλλα τόσα παραδείγματα παικτών που με αθόρυβη δουλειά έγιναν αφανείς ήρωες, όπως ο Grant στο περσινά Play-Offs και Final Four. Ο Sato παλιότερα. Ο Johnny Rogers. Και πολλοί, πολλοί άλλοι. Δεν είναι όλες οι προσφορές στατιστικά μετρήσιμες, καλώς ή κακώς…
O tempora, o mores!
Κάθε εποχή έχει τις δικές της προκλήσεις και συνθήκες. Η αξιολόγηση παικτών από διαφορετικές περιόδους γίνεται περίπλοκη, καθώς το επίπεδο των αντιπάλων, οι στόχοι της ομάδας και οι συνθήκες του πρωταθλήματος ποικίλλουν. Από το δίλημμα Πελέ ή Μαραντόνα, στο πιο φρέσκο Κριστιάνο ή Μέσι, στο μπασκετικό James ή Jordan, οι συγκρίσεις ήταν πάντα αγαπημένο θέμα για καφενειακή κουβέντα. Συνήθως την ξεκινούσε ο θείος που κάθεται με τη νεολαία με την φράση «Τότε τα πράγματα ήταν αλλιώς». Κι όντως ήταν αλλιώς. Η σχέση ενός παίκτη με τον κόσμο έπαιζε και παίζει σημαντικό ρόλο. Παίκτες που δείχνουν προσήλωση στην ομάδα και συνεισφέρουν στην ιστορία του συλλόγου, όπως ο Φραγκίσκος Αλβέρτης, αποκτούν εμβληματικό ρόλο αλλά είναι ελάχιστοι πλέον.
Η βασική διαφορά όμως βρίσκεται αλλού. Πλέον, τα social media έχουν αλλάξει αυτή τη διαδικασία, δίνοντας την πλατφόρμα για άμεση επικοινωνία με τους παίκτες, άρα και τη δημιουργία αναμνήσεων και προσωπικών αφηγήσεων που κρατούν ζωντανή την εικόνα τους. Έτσι, η συνεχής αλληλεπίδραση των φιλάθλων στα κοινωνικά δίκτυα διαμορφώνει την εικόνα και το αφήγημα ενισχύοντας τη συλλογική τους ανάμνηση και δημιουργώντας νέους μύθους, πλέον ψηφιακούς. Τα ΜΜΕ λοιπόν, που διαβάζουν κάθε ανάρτηση και μετράνε κάθε στατιστικό, παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης των φιλάθλων. Κι έμβλημα, μάλλον, γίνεται κάποιος με περισσότερα likes παρά βολές…
Ο κορυφαίος όλων των εποχών
Γιατί τα λέω τώρα εγώ όλα αυτά; Γιατί καλές οι ψηφοφορίες και τα στατιστικά, καλά τα νούμερα, αλλά αυτές οι συγκρίσεις μυρίζουν νοσταλγία. Από τον Γιαννάκου στον Παπαπέτρου, έχουν περάσει καραβιές παικτών σε βάθος χρόνου. Κορυφαίος όλων είναι αυτός με τον οποίο κάθε φίλαθλος συνδέθηκε περισσότερο. Για τους δικούς του λόγους. Καλύτερη η νοσταλγία από ψυχρούς αριθμούς. Αυτός που βγάζει στον καθένα εκείνη τη νοσταλγία που μυρίζει τσιμεντένιο, ανοιχτό γήπεδο με σκουριασμένες μπασκέτες κι άπειρες ώρες από κάτω προσπαθώντας να μιμηθούμε τις κινήσεις του. Κάθε γενιά έχει τη δική της «χρυσή εποχή», ταυτισμένη με τους παίκτες του Παναθηναϊκού που ήταν η δική της πηγή έμπνευσης. Στα δικά της μάτια, ο G.O.A.T. δεν ήταν απαραίτητα κι ο καλύτερος. Κι όσο για τις συγκρίσεις που ακούμε τώρα; Ας τις αφήσουμε κατά μέρος, γιατί μάλλον είμαστε οι πιο τυχεροί με τόσο ταλέντο που είδαμε μαζεμένο να παίζει την ίδια περίοδο, όχι μόνο στον Παναθηναϊκό, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.