Λέει πολλά κανείς όταν δίνει συνέντευξη που διαρκεί πάνω από δύο ώρες. Ιδίως όταν είσαι ο κύριος Δημήτρης Γιαννακόπουλος. Ο ιδιοκτήτης της ΚΑΕ Παναθηναϊκός είναι ο πλέον εξωστρεφής από όλους τους σημαντικούς παράγοντες στο χώρο του Ελληνικού αθλητισμού, με εντονότατη παρουσία στα κοινωνικά μέσα και ειδικά στο Ίνσταγκραμ. Και δίνει τις μεγαλύτερες και πιο μεστές συνεντεύξεις. Η πιο πρόσφατη είναι αυτή που έδωσε «ζωντανά» στο αθλητικό σάϊτ SDNA που την μετέδωσε ζωντανά στις 31 Ιουλίου 2023. Οι δημοσιογράφοι που συνομίλησαν με τον Γιαννακόπουλο, οι Βασίλης Παπαθεοδώρου και Τόλης Κοτζιάς ξεκίνησαν με τη φράση «πόση αλήθεια αντέχεις» για να προϊδεάσουν τους θεατές και όσους θα παρακολουθούσαν αργότερα για μια συνέντευξη ευ όλης της ύλης με άμεσες ερωτήσεις και απαντήσεις. Και πραγματικά ο πρόεδρος της ΚΑΕ Παναθηναϊκός ικανοποίησε αυτό το αίτημα μιλώντας ανοικτά και διεξοδικά για όλα σχεδόν τα ζητήματα που τέθηκαν στη διάρκεια της δίωρης συζήτησης.
Ο καθένας και η κάθε μία μπορούν να βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα παρακολουθώντας τη συνέντευξη. Και την άλλη μέρα ο αθλητικός τύπος και οι ιστοσελίδες με αθλητικό περιεχόμενο παρουσίασαν τα κύρια της σημεία, ιεραρχώντας ανάλογα. Και εννοείται στα μέσα κοινωνικής ενημέρωσης έγινε και η ανάλογη αξιολόγηση, θετική και αρνητική.
Πέρα όμως από τα συγκεκριμένα σημεία που έθιξε η συνέντευξη, οφείλουμε να σταθούμε στο λεξιλόγιο που χρησιμοποίησε ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος. «Αρχή παιδεύσεως η των ονομάτων επίσκεψη» έλεγε ο αρχαίος φιλόσοφος Επίκτητος. Ήταν μία ρήση που χρησιμοποιούσε συχνά στη σύγχρονη εποχή ο φιλόλογος και ιστορικός της λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαράς (1904 – 1992) για να αναζητήσει το νόημα, την ιδεολογία ενός κειμένου δίνοντας προσοχή στις λέξεις που περιέχει. Έψαξα αλλά δε βρήκα πουθενά ένα από-μαγνητοφωνημένο κείμενο της συνέντευξης έτσι λοιπόν την παρακολούθησα ξανά και ξανά επισημαίνοντας ορισμένες λέξεις κλειδιά που χρησιμοποίησε ο Γιαννακόπουλος. Αναφέρθηκε στη ΚΑΕ Παναθηναϊκός ως «εταιρεία», στη τεράστια συμβολή της οικογένειας του στον μπασκετικό Παναθηναϊκό ως «επένδυση», χαρακτήρισε την πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (ανάμεσα στο 1915 και το 2019) ως καταστροφική για το «επιχειρείν», στάθηκε πολύ θετικά απέναντι στη προοπτική «ανάπτυξης» της Ευρωλίγκας του μπάσκετ, περιέγραψε το μπάσκετ ως «προϊόν που χρειάζεται να γίνει κερδοφόρο» αντί να είναι «ζημιογόνο» και μίλησε για το σχέδιο του να κάνει τον Παναθηναϊκό «κερδοφόρο» και «αυτοχρηματοδοτούμενο» και «αυτάρκη» και «αυτοδύναμο». Και έκλεισε εκείνο το τμήμα της συνέντευξης λέγοντας πως θα ήταν ευτυχές εάν οι άνθρωποι του Ολυμπιακού υιοθετούσαν μια τέτοια στάση διότι τελικά όλοι θα κέρδιζαν.
Οι όροι που χρησιμοποίησε ο Γιαννακόπουλος δεν θα έπρεπε να μας ξενίζουν. Ανήκουν στο χώρο της αγοράς με την οικονομική έννοια της λέξης, όπου όλα κινούνται με γνώμονα τη προσφορά και τη ζήτηση με το κέρδος ως επιβράβευση του ρίσκου που παίρνει ο επενδυτής. Είναι η γλώσσα που αρμόζει στο χώρο του αθλητισμού πού έχει περάσει από τον παλιό ερασιτεχνισμό η τον ημι-επαγγελματισμό σε ένα σύστημα επαγγελματισμού όπου το αθλητικό σωματείο έχει γίνει πλέον Καλαθοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία (ΚΑΕ) η Ποδοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία (ΠΑΕ).
Και για αυτό το λόγο δεν θα έπρεπε να ξενίζει η χρήση αυτών των «ονομάτων» όπως θα έλεγε ο Δημαράς. Και όμως, ξενίζει, όχι διότι χρησιμοποιούνται αλλά διότι επισημαίνουν όχι τη σημερινή πραγματικότητα αλλά ένα όραμα που έχει ο Γιαννακόπουλος για το μέλλον.
Φέτος το καλοκαίρι « γιορτάζουμε» τα 30 χρόνια από τη συμπλήρωση της μπασκετικής περιόδου 1992-93 που ήταν η πρώτη μετά την επαγγελματοποίηση του Ελληνικού μπάσκετ μπολ και τη δημιουργία των ΚΑΕ.
Η κίνηση αυτή ήταν αναγκαία για να επιτρέψει στο άθλημα να χτίσει πάνω στη μεγάλη επιτυχία της Εθνικής ομάδας που με ηγέτη το Νίκο Γκάλη κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Κύπελλο το 1987. Δεν συμμερίζομαι τον αναθεματισμό της «εμπορευματοποίησης» του αθλητισμού από ορισμένους παρατηρητές. Μπορώ να ταυτίζομαι υπαρξιακά και συναισθηματικά με την ιδέα του Παναθηναϊκού και τις αρχές του αλλά την ίδια στιγμή να αναγνωρίζω η ομάδα μπάσκετ και η ομάδα ποδοσφαίρου είναι επιχειρήσεις. Η εναλλακτική λύση, το να είναι εταιρείες λαϊκής βάσης δεν λειτουργεί χάρη στη νοοτροπία του Έλληνα φίλαθλου, που τα περιμένει όλα από την «προεδράρα» που βάζει τα πολλά λεφτά. Μας μένει βέβαια το κράτος, αλλά αυτό υπάρχει για να εξασφαλίζει τα σύνορα της χώρας, την ασφάλεια και την υγεία των πολιτών και τη προστασία των αδύνατων κοινωνικών ομάδων. Όχι για να χρηματοδοτεί ομάδες και αθλητές που τουλάχιστον στα υψηλότερα επίπεδα έχουν τη δυνατότητα να εξοικονομήσουν έσοδα από τα δικαιώματα τηλεοπτικών μεταδόσεων, από διαφημίσεις και από τα εισιτήρια που πουλάνε.
Βέβαια, όπως μας λένε οι ιθύνοντες του Ελληνικού Συνδέσμου Ανωνύμων Καλαθοσφαιρικών Εταιρειών και αυτοί στο χώρο του ποδοσφαίρου, ο χώρος βρίθει «λαθών» που έγιναν πριν αναλάβουν οι ίδιοι, και από παθογένειες, τις οποίες δεν περιγράφουν με περισσότερη λεπτομέρεια μήπως και τους ζητηθεί λόγος στη διάρκεια της θητείας τους. Όλα αυτά δεν είναι προβλήματα ούτε του καπιταλισμού ούτε της εμπορευματοποίησης. Είναι συνέπεια της κακής τους εφαρμογής στις συνθήκες της ελλαδικής πραγματικότητας.
Και μια και αναφερθήκαμε στο ποδόσφαιρο, βλέπουμε πως σε αυτό το χώρο τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα από το μπάσκετ. Η στροφή προς τον επαγγελματισμό το 1979 δεν πέτυχε το σκοπό της παρόλο πως είχε μερικά οφέλη όπως οι μεγαλύτερες απολαβές των ποδοσφαιριστών. Σε γενικές γραμμές δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Δημιούργησε ανώνυμες εταιρείες που ήταν και παραμένουν προσωποκεντρικές. Έχουν μεν λειτουργικά στοιχεία μίας εταιρείας αλλά ο ιδιοκτήτης – πρόεδρος είναι ο αναμφισβήτητος άρχοντας και σε μερικές περιπτώσεις γίνεται αντικείμενο προσωπολατρίας που θα ζήλευε ο Στάλιν. Και ανάλογα με το πως διαχειρίζεται τις υποθέσεις της ομάδας αντιμετωπίζεται από τους οπαδούς ανάλογα, με λατρεία η με μίσος. Και σε άλλες Νότιο-Ευρωπαϊκές χώρες έχουμε επώνυμους προέδρους ποδοσφαιρικών ομάδων που έχουν ιδιόμορφες προσωπικότητες αλλά δεν έχω ακούσει να μπαίνουν στους αγωνιστικό χώρους η να στέκονται στη γραμμή του πλάγιου άουτ κάνοντας υποδείξεις.
Πέρα από τον πρωταγωνιστικό ρόλο των ιδιοκτητών προέδρων που υπομονεύουν την ισχνή παρουσία θεσμών στο χώρο του ποδοσφαίρου, η επαγγελματική εποχή γέννησε ορισμένα σοβαρά προβλήματα. Αντί να εισάγει ένα ορθολογιστικό πλαίσιο ανταγωνισμού έφερε τη νοοτροπία του θέλω να νικήσω πάση θυσία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 εμφανίστηκε η «παράγκα» και τα συνακόλουθά της, διαιτητικά όργια, κλεμμένα πρωταθλήματα, ο ντροπιαστικός αγώνας Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού στη Ριζούπολη το 2003, και περιπτώσεις βίας κατά ορισμένων διαιτητών. Η ασυδοσία που εκπορεύονταν από την κορυφή νομιμοποίησε τη βία και γενικά παραβατικές συμπεριφορές ανάμεσα στους οργανωμένους οπαδούς. Ήταν τόσο μεγάλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζε αυτός ο χώρος που δεν μπόρεσε να εκμεταλλευθεί την θετική αύρα που δημιούργησε η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου απο την Εθνική Ελλάδας το 2004. Ο κόσμος γύρισε τη πλάτη του στο ποδόσφαιρο, και ο «βασιλιάς των σπορ» αποδείχθηκε γυμνός και γνώρισε την απαξίωση. Από το έτος 2000 και μέχρι τη πανδημία του κορονοϊού ο μέσος αριθμός εισιτηρίων σε αγώνες της ανώτατης επαγγελματικής κατηγορίας ήταν μόνο 5.000. Υπήρξε βέβαια ο παράγοντας οικονομική κρίση αλλά μειώθηκαν οι τιμές των εισιτηρίων και είναι επιβεβαιωμένο από Ευρωπαϊκές μελέτες πως σε εποχές κρίσεις το κοινό αναζητά τη διέξοδο που προσφέρει το θέαμα.
Δε πρέπει να υποτιμήσουμε κάποιες προσπάθειες που έγιναν να βελτιώσουν «το προϊόν» με καλύτερο και πιο αποτελεσματικό παράδειγμα την προσέλευση ξένων διαιτητών στα ντέρμπυ. Η ίση διαχείριση που έτυχαν οι ομάδες οδήγησε σε ένα ανταγωνιστικό πρωτάθλημα τη περίοδο 2022-23 που θεωρήθηκε «το καλύτερο» εδώ και πολλά χρόνια. Η φράση αυτή εμφανίζονταν στα μέσα ενημέρωσης χωρίς την απαραίτητη προσθήκη πως οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην εξάλειψη της ανισόμετρης αντιμετώπισης των ομάδων στα ντέρμπι από ορισμένους Ελληνες διαιτητές. Και παρόλα αυτά, ακόμη και αυτό το «καλύτερο πρωτάθλημα» είχε αρκετές σκιές: περίεργες αποφάσεις διαιτητών, επεμβάσεις προέδρων, και αποδόσεις ορισμένων ομάδων που άλλαζαν εντυπωσιακά από αγώνα σε αγώνα ανάλογα με τον αντίπαλο τους.
Ο αγγλόφωνος πανεπιστημιακός χώρος όπου ο αθλητισμός είναι αντικείμενο σοβαρής έρευνας και διδασκαλίας είναι γεμάτος από ακαδημαϊκές μελέτες γύρω από την ανάγκη κατοχύρωσης του ανταγωνιστικού χαρακτήρα όλων των επαγγελματικών αθλητικών κατηγοριών. Με ανταγωνιστικό χαρακτήρα εννοείται η ισότιμη αντιπαράθεση ομάδων που διεκδικούν ένα πρωτάθλημα η ένα κύπελλο, έτσι ώστε να κρατά το ενδιαφέρον της φίλαθλης κοινότητας μέχρι το τέλος της κάθε περιόδου με τα ανάλογα οικονομικά οφέλη.
Αλλά για να γίνει πραγματικά ανταγωνιστικό ένα πρωτάθλημα, είτε του ποδοσφαίρου είτε του μπάσκετ, χρειάζεται οι μεγάλες ομάδες να συμπεριφερθούν επαγγελματικά, σαν πραγματικές εταιρείες που διαγωνίζονται στην ελεύθερη αγορά. Και να μην λειτουργούν παρασκηνιακά με σκοπό να εξοντώσουν τους αντιπάλους που θεωρούν εχθρούς και όχι συνέταιρους στη προώθηση του αθλήματος, και την αποκατάσταση της φερεγγυότητας του.
Και αυτό μας φέρνει πίσω στη συνέντευξη του Δημήτρη Γιαννακόπουλου. Το σχέδιο του για την επαγγελματοποίηση τού χώρου του Ελληνικού μπάσκετ είναι ένα μεγάλο βήμα στη κατεύθυνση της δημιουργίας ενός σύγχρονου ανταγωνιστικού πρωταθλήματος. Δεν μίλησε για κάποια μελλοντική πράσινη μονοκρατορία, αντίθετα εξέφρασε την ευχή να συμπορευθεί ο Ολυμπιακός σε αυτή τη κατεύθυνση. Θέλοντας να τονίσει αυτό το πνεύμα απάντησε υπερβολικά διπλωματικά όταν του ζητήθηκε η γνώμη του για τους ιδιοκτήτες των μεγάλων ομάδων στο χώρο του ποδοσφαίρου.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως ο Γιαννακόπουλος εμφανίζεται με τόσο εκσυγχρονιστικές θέσεις επισκιάζοντας τους άλλους ιδιοκτήτες των μεγάλων ομάδων στο χώρο του μπάσκετ και του ποδοσφαίρου. Ο πρόεδρος της ΚΑΕ Παναθηναϊκός, όπως μας έχει δείξει στο Ίνσταγκραμ, υιοθετεί πολύ παραδοσιακές θέσεις σε κοινωνικά θέματα όπως τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και υπερπατριωτικές θέσεις στα εθνικά μας ζητήματα. Και όπως είπε στη συνέντευξη δεν είναι «γκλομπαλιστής» δηλαδή δεν υποστηρίζει τις εκσυγχρονιστικές επιρροές της παγκοσμιοποίησης που δέχεται η Ελληνική κοινωνία. Αντίθετα, υποστηρίζει μια στάση που τονίζει τα διαχρονικά εθνικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας. Δεν γνωρίζω πόσο αντιστοιχούν αυτές οι θέσεις με την ιδεολογία όλων των Παναθηναϊκών, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας εδώ. Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος μίλησε με γλώσσα εκσυγχρονιστική για το μπάσκετ, και πρότεινε ένα πρόγραμμα με Αμερικανικές προδιαγραφές που εάν εφαρμοσθεί αποτελεσματικά και τύχει γενικότερης αποδοχής θα φέρει μια νέα εποχή στο ελληνικό μπάσκετ.
Αλέξανδρος Κιτροέφ, Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας
Alexander Kitroeff, Professor Emeritus of History
Haverford College https://www.haverford.edu/users/akitroef